- επτωροφος
- ἑπτώροφοςἑπτ-ώροφος2семиярусный
(πύργοι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πύργοι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επτώροφος — ἑπτώροφος, ον (Α) ο επταόροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + όροφος. Το ω από το νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek